αδιαφόρηση

αδιαφόρηση
η
παλαιός ιατρικός όρος που δήλωνε έλλειψη διαπνοής, βλάβη ή αναστολή τής εφιδρώσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α- στερητ. + διαφόρησις*, πρβλ. γαλλ. adiaphorese].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδιαφόρηση — η η αδιαπνευστία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”